- συμφυίας
- συμφυίᾱς , συμφυίαfem acc plσυμφυίᾱς , συμφυίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιχωρώ — έω, ΝΜΑ [περίχωρος] θεολ. α) (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.) β) (για τη θεία και… … Dictionary of Greek